ακηρυκτεί

ακηρυκτεί
ἀκηρυκτεὶ και –κτὶ επίρρ. (Α) [ἀκήρυκτος]
χωρίς τη μεσολάβηση κηρύκων, χωρίς επίσημη προαγγελία, ακήρυκτα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀκηρυκτεί — without flag of truce indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκηρυκτί — ἀκηρυκτεί without flag of truce indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακήρυκτος — και χτος, η, ο (Α ἀκήρυκτος, ον) αυτός που δεν προαναγγέλθηκε με κήρυκα, που έγινε χωρίς προειδοποίηση, ο ξαφνικός αρχ. 1. αυτός που δεν έχει αναγορευτεί νικητής από κήρυκες, ο άδοξος 2. αυτός, για τον οποίο δεν έφερε ο κήρυκας αγγελία, άγνωστος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”